πάγχρηστος

πάγχρηστος
πάγχρηστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγχρηστος
φαρμακευτικό παρασκεύασμα
αρχ.
1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγ
γος ἔσται», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστον
ονομασία διαφόρων φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + χρηστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάγχρηστος — good for all work masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρηστότερον — πάγχρηστος good for all work adverbial comp πάγχρηστος good for all work masc acc comp sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχρηστον — πάγχρηστος good for all work masc/fem acc sg πάγχρηστος good for all work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρήστου — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγχρήστῳ — πάγχρηστος good for all work masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγχρηστοι — πάγχρηστος good for all work masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”