- πάγχρηστος
- πάγχρηστος, -ον (ΑΜ)μσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ πάγχρηστοςφαρμακευτικό παρασκεύασμααρχ.1. ο χρήσιμος σε καθετί, σε όλα («πάγχρηστον ἄγγος ἔσται», Αριστοφ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάγχρηστονονομασία διαφόρων φαρμάκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + χρηστός].
Dictionary of Greek. 2013.